- ζυγωθρίζω
- ζυγωθρίζω (Α) [ζύγωθρο]1. ζυγίζω, κρίνω, εξετάζω2. κλείνω, μανταλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγώθρισον — ζυγωθρίζω weigh aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)